ελειονόμος

ελειονόμος
ἑλειονόμος, -ον (Α)
1. (επίθ. Νυμφών και πουλιών) αυτός που κατοικεί στα έλη
2. (για φυτά) αυτός που φύεται στα έλη
3. (για πόλη) αυτός που βρίσκεται κοντά σε έλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑλειονόμος — dwelling in the marsh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλειονόμα — ἑλειονόμος dwelling in the marsh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλειονόμοι — ἑλειονόμος dwelling in the marsh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλειονόμου — ἑλειονόμος dwelling in the marsh masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”